- παραπιστεύω
- παραπιστεύω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπιστεύω — ΝΑ πιστεύω σε κάποιον ή σε κάτι πάρα πολύ νεοελλ. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πιστεύω «εμπιστεύομαι»] … Dictionary of Greek
παραπιστεύω — παραπίστεψα, πιστεύω κάτι ή σε κάτι υπερβολικά: Μην τους παραπιστεύεις, γιατί δε λένε πάντοτε την αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθαρρεύω — παραθάρρεψα 1. παίρνω πολύ θάρρος, εξοικειώνομαι πέρα από κάθε ανεκτό όριο: Παραθάρρεψες με τους μεγάλους. 2. παραέχω εμπιστοσύνη, παραπιστεύω: Παραθάρρεψες πως θα μείνει ως το τέλος πιστός στη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)